- ἀποβρέξαντα
- ἀπό-βρέχωAcut. (Sp.)aor part act neut nom/voc/acc plἀπό-βρέχωAcut. (Sp.)aor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.